- όχος
- ο (Α ὄχος, ποιητ. και δωρ. τ. ὄκχος)δίτροχο μικρό όχημα χωρίς πλευρά για τη μεταφορά βαρέων αντικειμένωναρχ.1. στον πληθ. οἱ ὄχοιτα νεύρα τής υστέρας2. πιθ. οχετός3. φρ. α) «ἅρματος ὄχος» — όχημαβ) «ὄχος ταχυήρης» — πλοίογ) «τροχαλοὶ ὄχοι» — οι στρογγυλοί ή γρήγοροι τροχοί άμαξαςδ) «λιμένές νηῶν ὄχος» — λιμάνια που προστατεύουν τα πλοία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄχος ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *wegh- «κινώ, σύρω, μεταφέρω» (πρβλ. ἔχω [ΙΙ]* «φέρω, μεταφέρω»). Την απαθή βαθμίδα τής ρίζας εμφανίζει ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἔχεσφιἅρμασιν. Η λ. ὄχος αναφέρεται στο άρμα, βασικό στοιχείο πολιτισμού, και έτσι απαντά και στις άλλες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. αρχ. ινδ. vāha- «όχημα, υποζύγιο», αβεστ. vāza «υποζύγιο». Υπάρχουν, επίσης, τ. με έρρινη κατάλ. όπως τα: αρχ. ιρλδ. fēn «είδος οχήματος», γερμ. Wagen «όχημα», καθώς και τ. με επίθημα *tlo-, όπως λατ. vehiculum «όχημα» αρχ. ινδ. vahitra- «πολεμικό πλοίο» (πρβλ. και γαλλ. vehicule «όχημα», αγγλ. vehicle). Με τους τελευταίους αυτούς τ. συνδέεται πιθ. ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὄχετλαὀχήματα (< ὀχῶ / ὀχοῦμαι), τού οποίου, όμως, η κατάλ. μπορεί να έχει προέλθει από την κατάλ. -θλο- με ανομοίωση τού δεύτερου δασέος. Τέλος, η λ. ὄχος μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. woka «είδος οχήματος», ενώ ο τ. ὄκχος είναι πιθ. εκφραστικός].
Dictionary of Greek. 2013.